ἱμονιοστρόφος

ἱμονιοστρόφος
ἱμονιοστρόφος
water-drawer
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιμονιοστρόφος — ἱμονιοστρόφος, ὁ (Α) αυτός που περιστρέφει την ιμονιά, αυτός που αντλεί νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμονιά + στρόφος (< στρόφος, ο < στρέφω), πρβλ. ηνιο στρόφος] …   Dictionary of Greek

  • ἱμονιοστρόφοι — ἱμονιοστρόφος water drawer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱμονιοστρόφου — ἱμονιοστρόφος water drawer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιμονιοστροφούμαι — ἱμονιοστροφοῡμαι, έομαι (Μ) [ιμονιοστρόφος] στρέφομαι σαν ιμονιά* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”